↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνωμοσιολόγος οι συνωμοσιολόγοι
      γενική του συνωμοσιολόγου των συνωμοσιολόγων
    αιτιατική τον συνωμοσιολόγο τους συνωμοσιολόγους
     κλητική συνωμοσιολόγε συνωμοσιολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνωμοσιολόγος < συνωμοσία + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνωμοσιολόγος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία