συνωμοσιολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνωμοσιολόγος αρσενικό
- που ασχολείται επισταμένως με συνωμοσίες ή θεωρίες συνωμοσίας ή αναφέρεται συχνά σε σχετικά ζητήματα, συνήθως για εμπορικούς ή πολιτικούς λόγους.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνωμοσιολόγος
|