συνταγματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυνταγματισμός αρσενικό
- (λόγιο, παρωχημένο) η πλήρης συμμόρφωση με το σύνταγμα και η υπακοή σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνταγματισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- συνταγματισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)