συνεπικρατών
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συνεπικρατών & συνεπικρατόντας |
η | συνεπικρατούσα | το | συνεπικρατόν |
γενική | του | συνεπικρατόντος & συνεπικρατόντα |
της | συνεπικρατούσας & συνεπικρατούσης* |
του | συνεπικρατόντος |
αιτιατική | τον | συνεπικρατόντα | τη | συνεπικρατούσα | το | συνεπικρατόν |
κλητική | συνεπικρατών & συνεπικρατόντα |
συνεπικρατούσα | συνεπικρατόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συνεπικρατόντες | οι | συνεπικρατούσες | τα | συνεπικρατόντα |
γενική | των | συνεπικρατόντων | των | συνεπικρατουσών | των | συνεπικρατόντων |
αιτιατική | τους | συνεπικρατόντες | τις | συνεπικρατούσες | τα | συνεπικρατόντα |
κλητική | συνεπικρατόντες | συνεπικρατούσες | συνεπικρατόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία el
επεξεργασίασυνεπικρατών, -ούσα, -ον < συνεπικρατώ + -ων < συν- + επικρατώ (επικρατώ παράλληλα, μαζί με άλλον χωρίς να τον αποτρέπω)
Μετοχή
επεξεργασίασυνεπικρατών (el) αρσενικό, συνεπικρατούσα θηλυκό, συνεπικρατόν (γενετική)
- για αλλία που εμφανίζονται φαινοτυπικά χωρίς να αποτρέπουν συγκεκριμένα ομόλογά τους
Σημειώσεις
επεξεργασίαδημωδώς ή στην δημοτική ο συνεπικρατών λέγεται και συνεπικρατόντας με ο (όπως το εκλιπόντας) ενώ το επίρρημα είναι συνεπικρατώντας με ω