Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεπικρατών
συνεπικρατόντας
η συνεπικρατούσα το συνεπικρατόν
      γενική του συνεπικρατόντος
συνεπικρατόντα
της συνεπικρατούσας
συνεπικρατούσης*
του συνεπικρατόντος
    αιτιατική τον συνεπικρατόντα τη συνεπικρατούσα το συνεπικρατόν
     κλητική συνεπικρατών
συνεπικρατόντα
συνεπικρατούσα συνεπικρατόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεπικρατόντες οι συνεπικρατούσες τα συνεπικρατόντα
      γενική των συνεπικρατόντων των συνεπικρατουσών των συνεπικρατόντων
    αιτιατική τους συνεπικρατόντες τις συνεπικρατούσες τα συνεπικρατόντα
     κλητική συνεπικρατόντες συνεπικρατούσες συνεπικρατόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el

επεξεργασία

συνεπικρατών, -ούσα, -ον < συνεπικρατώ + -ων < συν- + επικρατώ (επικρατώ παράλληλα, μαζί με άλλον χωρίς να τον αποτρέπω)

συνεπικρατών (el) αρσενικό, συνεπικρατούσα θηλυκό, συνεπικρατόν (γενετική)

  • για αλλία που εμφανίζονται φαινοτυπικά χωρίς να αποτρέπουν συγκεκριμένα ομόλογά τους

Σημειώσεις

επεξεργασία

δημωδώς ή στην δημοτική ο συνεπικρατών λέγεται και συνεπικρατόντας με ο (όπως το εκλιπόντας) ενώ το επίρρημα είναι συνεπικρατώντας με ω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία