συνεκπονητής
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεκπονητής < συν- + (εκπονώ) εκπονη- + -τής, (νεολογισμός) 21ου αιώνα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cocreator, coauthor
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεκπονητής αρσενικό
- άτομο που συμμετέχει στην συγγραφή ενός πονήματος, βιβλίου ή κάποιας επιστημονικής δημοσίευσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεκπονητής
|