πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πόνημα τα πονήματα
      γενική του πονήματος των πονημάτων
    αιτιατική το πόνημα τα πονήματα
     κλητική πόνημα πονήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόνημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
πόνημα < πονέομαι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόνημα ουδέτερο

  • το έργο, η εργασία, το αποτέλεσμα της εργασίας (το μέλι ως πόνημα της μέλισσας, το βιβλίο ως πόνημα του συγγραφέα)