↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνειρμισμός οι συνειρμισμοί
      γενική του συνειρμισμού των συνειρμισμών
    αιτιατική τον συνειρμισμό τους συνειρμισμούς
     κλητική συνειρμισμέ συνειρμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνειρμισμός < συνειρμός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική associationnisme[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνειρμισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία