συνειρμισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνειρμισμός < συνειρμός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική associationnisme[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνειρμισμός αρσενικό
- (ψυχολογία) ψυχολογική θεωρία που υποστηρίζει ότι οι ψυχικές διεργασίες βασίζονται στη δημιουργία συνδέσεων (συνειρμών) μεταξύ ιδεών, εντυπώσεων ή εμπειριών
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνειρμισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνειρμισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας