συνδικία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνδικία < αρχαία ελληνική συνδικία[1] < σύν + δίκη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδικία θηλυκό
- (νομικός όρος) το να είναι κάποιος σύνδικος
- (νομικός όρος) η ταυτόχρονα με άλλους εκδίκαση μια υπόθεσης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνδικία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνδικία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.