συναυτουργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συναυτουργία | οι | συναυτουργίες |
γενική | της | συναυτουργίας | των | συναυτουργιών |
αιτιατική | τη | συναυτουργία | τις | συναυτουργίες |
κλητική | συναυτουργία | συναυτουργίες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συναυτουργία < συναυτουργός + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συναυτουργία θηλυκό
- η σύμπραξη στον σχεδιασμό και την εκτέλεση αξιόποινης πράξης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναυτουργία
|