↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συναυτουργός οι συναυτουργοί
      γενική του συναυτουργού των συναυτουργών
    αιτιατική τον συναυτουργό τους συναυτουργούς
     κλητική συναυτουργέ συναυτουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναυτουργός < συν- + αυτουργός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συναυτουργός αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός ή αυτή που μετέχουν σε κάποια εγκληματική πράξη ή ποινικό αδίκημα μαζί με κάποιους άλλους ως αυτουργοί από κοινού
    είναι συγκατηγορούμενος του Τάδε, ως συναυτουργός, η κατηγορία δεν είναι απλή συνέργεια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία