συμποσίαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συμποσίαρχος | οι | συμποσίαρχοι |
γενική | του | συμποσίαρχου & συμποσιάρχου |
των | συμποσίαρχων & συμποσιάρχων |
αιτιατική | τον | συμποσίαρχο | τους | συμποσίαρχους & συμποσιάρχους |
κλητική | συμποσίαρχε | συμποσίαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμποσίαρχος < αρχαία ελληνική συμποσίαρχος < συμπόσιον + ἄρχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμποσίαρχος αρσενικό
- (στην αρχαιότητα) ο επικεφαλής και υπεύθυνος οργάνωσης συμποσίου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμποσίαρχος
|