Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπλοιοκτησία οι συμπλοιοκτησίες
      γενική της συμπλοιοκτησίας των συμπλοιοκτησιών
    αιτιατική τη συμπλοιοκτησία τις συμπλοιοκτησίες
     κλητική συμπλοιοκτησία συμπλοιοκτησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπλοιοκτησία < (συν) συμ- + πλοιοκτησία ή < συμπλοιοκτή(της) + -σία, μορφολογικά αναλύεται συμ- + πλοί(ο) + -ο- + -κτησία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπλοιοκτησία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πλοίο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)