συμπλοιοκτησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπλοιοκτησία < (συν) συμ- + πλοιοκτησία ή < συμπλοιοκτή(της) + -σία, μορφολογικά αναλύεται συμ- + πλοί(ο) + -ο- + -κτησία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπλοιοκτησία θηλυκό
- (ναυτικός όρος, νομικός όρος) η από κοινού κυριότητα και εκμετάλλευση πλοίου από δύο ή περισσότερους συμπλοιοκτήτες [1]
- ⮡ στην συμπλοιοκτησία έκαστος συμπλοιοκτήτης ευθύνεται κατά λόγον της μερίδας του επί του πλοίου
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πλοίο
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπλοιοκτησία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)