συμπληρωματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπληρωματικότητα < συμπληρωματικός + -ότητα[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική complementarité[2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική complementarity[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπληρωματικότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ή κάτι συμπληρωματικό(ς), η ιδιότητα του συμπληρωματικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπληρωματικότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμπληρωματικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 συμπληρωματικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)