συμβολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική symbology < αρχαία ελληνική σύμβολον + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβολογία θηλυκό
- η μελέτη των συμβόλων, των συστημάτων συμβολισμού και της σημασίας τους
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Symbology_(disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια