συμβασιουχικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασυμβασιουχικός < συμβασιούχος + -ικός
Επίρρημα
επεξεργασίασυμβασιουχικός
- που έχει σχέση με συμβασιούχους ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβασιουχικός
|
συμβασιουχικός < συμβασιούχος + -ικός
συμβασιουχικός
|