↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβασιουχικός η συμβασιουχική το συμβασιουχικό
      γενική του συμβασιουχικού της συμβασιουχικής του συμβασιουχικού
    αιτιατική τον συμβασιουχικό τη συμβασιουχική το συμβασιουχικό
     κλητική συμβασιουχικέ συμβασιουχική συμβασιουχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβασιουχικοί οι συμβασιουχικές τα συμβασιουχικά
      γενική των συμβασιουχικών των συμβασιουχικών των συμβασιουχικών
    αιτιατική τους συμβασιουχικούς τις συμβασιουχικές τα συμβασιουχικά
     κλητική συμβασιουχικοί συμβασιουχικές συμβασιουχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

συμβασιουχικός < συμβασιούχος + -ικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

συμβασιουχικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία