↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρωματσόπανο τα στρωματσόπανα
      γενική του στρωματσόπανου των στρωματσόπανων
    αιτιατική το στρωματσόπανο τα στρωματσόπανα
     κλητική στρωματσόπανο στρωματσόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρωματσόπανο < στρωμάτσο + -ο- + πανί + -ο < ιταλική stramazzo < stra- +‎ mazza < λατινική extra + matia

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρωματσόπανο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • στρωματσόπανο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)