↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στροβοσκόπιο τα στροβοσκόπια
      γενική του στροβοσκοπίου
στροβοσκόπιου
των στροβοσκοπίων
    αιτιατική το στροβοσκόπιο τα στροβοσκόπια
     κλητική στροβοσκόπιο στροβοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στροβοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stroboscope + -ία < αρχαία ελληνική στρόβος[1] + σκοπέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στροβοσκόπιο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • στροβοσκόπιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στρόβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.