στροβοσκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στροβοσκοπία < στροβοσκόπ(ιο) + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
στροβοσκοπία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
στροβοσκοπία
|