Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στριμόκωλος η στριμόκωλη το στριμόκωλο
      γενική του στριμόκωλου της στριμόκωλης του στριμόκωλου
    αιτιατική τον στριμόκωλο τη στριμόκωλη το στριμόκωλο
     κλητική στριμόκωλε στριμόκωλη στριμόκωλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στριμόκωλοι οι στριμόκωλες τα στριμόκωλα
      γενική των στριμόκωλων των στριμόκωλων των στριμόκωλων
    αιτιατική τους στριμόκωλους τις στριμόκωλες τα στριμόκωλα
     κλητική στριμόκωλοι στριμόκωλες στριμόκωλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στριμόκωλος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στριμόκωλος

  1. ο περιορισμένος στο χώρο, ο στενεμένος
  2. που παρουσιάζει δυσκολία

  Μεταφράσεις επεξεργασία