στριμόκωλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στριμόκωλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαστριμόκωλος
- ο περιορισμένος στο χώρο, ο στενεμένος
- που παρουσιάζει δυσκολία
Μεταφράσεις
επεξεργασία στριμόκωλος
στριμόκωλος