Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρίγκλικος η στρίγκλικη το στρίγκλικο
      γενική του στρίγκλικου της στρίγκλικης του στρίγκλικου
    αιτιατική τον στρίγκλικο τη στρίγκλικη το στρίγκλικο
     κλητική στρίγκλικε στρίγκλικη στρίγκλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρίγκλικοι οι στρίγκλικες τα στρίγκλικα
      γενική των στρίγκλικων των στρίγκλικων των στρίγκλικων
    αιτιατική τους στρίγκλικους τις στρίγκλικες τα στρίγκλικα
     κλητική στρίγκλικοι στρίγκλικες στρίγκλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρίγκλικος < στρίγκλος + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

στρίγκλικος

  1. που έχει σχέση με τον στρίγκλο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που έχει σχέση με τον στριγκλιάρη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    άλλες μορφές: στριγκλιάρικος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία