στρίγκλικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
στρίγκλικος
- που έχει σχέση με τον στρίγκλο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που έχει σχέση με τον στριγκλιάρη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- άλλες μορφές: στριγκλιάρικος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στρίγκλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρίγκλικος
|