στοπάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στοπάρισμα ουδέτερο
- (αργκό, αθλητισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στοπάρω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στοπάρισμα
|
στοπάρισμα ουδέτερο
|