Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στοπάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
στοπάρω
<
αγγλική
stop
+
-άρω
Ρήμα
επεξεργασία
στοπάρω
(
αργκό
,
αθλητισμός
)
σταματώ
Συγγενικά
επεξεργασία
στοπάρισμα
→
δείτε
τις λέξεις
στόπερ
και
στοπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στοπάρω
→
δείτε
τη λέξη
σταματώ