Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοπάρω < αγγλική stop + -άρω

  Ρήμα επεξεργασία

στοπάρω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία