στόπερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστόπερ άκλιτο
- (αρσενικό άκλιτο, σπάνια θηλυκό άκλιτο, αθλητισμός) αμυντικός παίκτης ποδοσφαιρικής ομάδας που σταματά την προέλαση αντίπαλων επιθετικών
- (ουδέτερο άκλιτο) είδος σφήνας ή άλλης μορφής αντικειμένου που εμποδίζει την μετακίνηση άλλων αντικειμένων (πόρτας κ.λπ.)