στοιχηματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στοιχηματισμός < στοιχηματίζω + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστοιχηματισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοιχηματίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις στοιχηματίζω και στοίχημα