στικάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στικάκι | τα | στικάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | στικάκι | τα | στικάκια |
κλητική | στικάκι | στικάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστικάκι ουδέτερο άκλιτο
- μικρό στικ
- (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών
Σημειώσεις
επεξεργασία- θεωρείται ότι σχηματίζει και γενική στικακιού: βλ. Νίκος Σαραντάκος, Τα μυστικά του στικακιού και η γενική των υποκοριστικών
Μεταφράσεις
επεξεργασία φλασάκι
|