στερνογέννητο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερνογέννητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στερνογέννητος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερνογέννητο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στερνογέννητο
|
στερνογέννητο ουδέτερο
|