στερεοστατική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεοστατική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéréostatique < αρχαία ελληνική στερεός + -ο- + στατικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερεοστατική θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στερεοστατική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστερεοστατική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στερεοστατικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στερεοστατική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας