↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοστατική οι στερεοστατικές
      γενική της στερεοστατικής των στερεοστατικών
    αιτιατική τη στερεοστατική τις στερεοστατικές
     κλητική στερεοστατική στερεοστατικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεοστατική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéréostatique < αρχαία ελληνική στερεός + -ο- + στατικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερεοστατική θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

στερεοστατική

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία