στερεοστατική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στερεοστατική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στερεοστατική θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
στερεοστατική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στερεοστατική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στερεοστατικός