↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταχανοβισμός οι σταχανοβισμοί
      γενική του σταχανοβισμού των σταχανοβισμών
    αιτιατική τον σταχανοβισμό τους σταχανοβισμούς
     κλητική σταχανοβισμέ σταχανοβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταχανοβισμός < (Αλεξέι) Σταχάνοβ• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταχανοβισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία