Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθολογικοποίηση οι ορθολογικοποιήσεις
      γενική της ορθολογικοποίησης των ορθολογικοποιήσεων
    αιτιατική την ορθολογικοποίηση τις ορθολογικοποιήσεις
     κλητική ορθολογικοποίηση ορθολογικοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθολογικοποίηση < ορθολογικ(ός) + -ο- + -ποίηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾ.θo.lo.ʝi.koˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐θο‐λο‐γι‐κο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθολογικοποίηση θηλυκό

  • (νεολογισμός) ο εξορθολογισμός, η εκλογίκευση
    ※  Στο πλαίσιο της συγκράτησης των δαπανών και της διαφάνειας στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, ο υφυπουργός υποστηρίζει θα συνεχιστεί η ορθολογικοποίηση των δημοσίων δαπανών και προς την κατεύθυνση αυτή προσανατολίζονται «και τα μέτρα που ενέκρινε η Κυβερνητική Επιτροπή για την ενσωμάτωση των ειδικών λογαριασμών στον προϋπολογισμό, αλλά και για το νοικοκύρεμα των δαπανών σε νοσοκομεία, ΟΤΑ και Ταμεία». (Μονόδρομος οι περικοπές δαπανών στον προϋπολογισμό, Το Βήμα, 25 Νοεμβρίου 2008)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr