↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταφυλοκοκκικός η σταφυλοκοκκική το σταφυλοκοκκικό
      γενική του σταφυλοκοκκικού της σταφυλοκοκκικής του σταφυλοκοκκικού
    αιτιατική τον σταφυλοκοκκικό τη σταφυλοκοκκική το σταφυλοκοκκικό
     κλητική σταφυλοκοκκικέ σταφυλοκοκκική σταφυλοκοκκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταφυλοκοκκικοί οι σταφυλοκοκκικές τα σταφυλοκοκκικά
      γενική των σταφυλοκοκκικών των σταφυλοκοκκικών των σταφυλοκοκκικών
    αιτιατική τους σταφυλοκοκκικούς τις σταφυλοκοκκικές τα σταφυλοκοκκικά
     κλητική σταφυλοκοκκικοί σταφυλοκοκκικές σταφυλοκοκκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταφυλοκοκκικός < σταφυλόκοκκος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

σταφυλοκοκκικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία