σταφυλοκοκκίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταφυλοκοκκίαση | οι | σταφυλοκοκκιάσεις |
γενική | της | σταφυλοκοκκίασης* | των | σταφυλοκοκκιάσεων |
αιτιατική | τη | σταφυλοκοκκίαση | τις | σταφυλοκοκκιάσεις |
κλητική | σταφυλοκοκκίαση | σταφυλοκοκκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταφυλοκοκκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταφυλοκοκκίαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταφυλοκοκκίαση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταφυλοκοκκίαση
|