σταφυλοκοκκίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταφυλοκοκκίαση | οι | σταφυλοκοκκιάσεις |
γενική | της | σταφυλοκοκκίασης* | των | σταφυλοκοκκιάσεων |
αιτιατική | τη | σταφυλοκοκκίαση | τις | σταφυλοκοκκιάσεις |
κλητική | σταφυλοκοκκίαση | σταφυλοκοκκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταφυλοκοκκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σταφυλοκοκκίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική staphylococcie < staphylocoque < αρχαία ελληνική σταφυλή + κόκκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταφυλοκοκκίαση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- σταφυλοκοκκικός
- → δείτε τις λέξεις σταφυλόκοκκος, σταφυλή και κόκκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταφυλοκοκκίαση
Πηγές
επεξεργασία- σταφυλοκοκκίαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σταφυλοκοκκίαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σταφυλοκοκκίαση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)