σταυροπάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταυροπάτης < μεσαιωνική ελληνική σταυροπάτης[1] < αρχαία ελληνική σταυρός + πατέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταυροπάτης αρσενικό
- (παρωχημένο) ασεβής, δυσσεβής (που πατά τον σταυρό)
- (μεταφορικά, παρωχημένο) κλέφτης, ζωοκλέφτης[2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταυροπάτης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σταυροπάτης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ από τη συνήθεια των κλεφτών να χαράζουν σταυρό στο πέλμα των ποδιών τους, ώστε να μην συλληφθούν