↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταλλακτηφόρος η σταλλακτηφόρος
σταλλακτηφόρα
το σταλλακτηφόρο
      γενική του σταλλακτηφόρου της σταλλακτηφόρου
σταλλακτηφόρας
του σταλλακτηφόρου
    αιτιατική τον σταλλακτηφόρο τη σταλλακτηφόρο
σταλλακτηφόρα
το σταλλακτηφόρο
     κλητική σταλλακτηφόρε σταλλακτηφόρε
σταλλακτηφόρα
σταλλακτηφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταλλακτηφόροι οι σταλλακτηφόροι
σταλλακτηφόρες
τα σταλλακτηφόρα
      γενική των σταλλακτηφόρων των σταλλακτηφόρων των σταλλακτηφόρων
    αιτιατική τους σταλλακτηφόρους τις σταλλακτηφόρους
σταλλακτηφόρες
τα σταλλακτηφόρα
     κλητική σταλλακτηφόροι σταλλακτηφόροι
σταλλακτηφόρες
σταλλακτηφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταλλακτηφόρος < σταλλάκτ(ης) + -η- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

σταλλακτηφόρος, -ος/-α, -ο

  • που έχει ενσωματωμένους σταλλάκτες
    ※  Σταλλακτηφόρος σωλήνας με ενσωματωμένο σταλλάκτη (alterenergy.gr, ανακτήθηκε στις 4/12/2022)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία