σταλλακτηφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταλλακτηφόρος < σταλλάκτ(ης) + -η- + -φόρος
Επίθετο επεξεργασία
σταλλακτηφόρος, -ος/-α, -ο
- που έχει ενσωματωμένους σταλλάκτες
- ※ Σταλλακτηφόρος σωλήνας με ενσωματωμένο σταλλάκτη (alterenergy.gr, ανακτήθηκε στις 4/12/2022)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταλλακτηφόρος
|