σταθμιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταθμιστής < ελληνιστική κοινή σταθμιστής < σταθμίζω < αρχαία ελληνική σταθμός / σταθμόν (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική levelizer)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταθμιστής αρσενικό
- (τεχνολογία) συσκευή που συμβάλλει στη στάθμιση ή στη ρύθμιση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σταθμιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σταθμιστής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)