Δείτε επίσης: Στάτωρ
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰτωρ-, στᾰτορ-
ονομαστική στάτωρ οἱ στάτορες
      γενική τοῦ στάτορος τῶν στατόρων
      δοτική τῷ στάτορ τοῖς στάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν στάτορ τοὺς στάτορᾰς
     κλητική ! στάτορ στάτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στάτορε
γεν-δοτ τοῖν  στατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Το στᾰ- βραχύ όπως στο λατινικό stător.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στάτωρ < (λόγιο δάνειο) λατινική stătōr

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στάτωρ, -ορος αρσενικό