στάτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στάτορας | οι | στάτορες |
γενική | του | στάτορα | των | στατόρων |
αιτιατική | τον | στάτορα | τους | στάτορες |
κλητική | στάτορα | στάτορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στάτορας < αρχαία ελληνική στάτωρ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsta.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στά‐το‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
στάτορας αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) ο στάτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
στάτορας
→ δείτε τη λέξη στάτης |
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- στάτορας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)