στάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στάτης | οι | στάτες |
γενική | του | στάτη | των | στατών |
αιτιατική | τον | στάτη | τους | στάτες |
κλητική | στάτη | στάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στάτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστάτης αρσενικό
- Το ακίνητο μέρος ενός ηλεκτρικού κινητήρα.