σπολάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπολάς | οι | σπολάδες |
γενική | της | σπολάδος | των | σπολάδων |
αιτιατική | τη | σπολάδα | τις | σπολάδες |
κλητική | σπολάς | σπολάδες | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπολάς < αρχαία ελληνική σπολάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπολάς θηλυκό
- ειδική ένδυση που καλύπτει τον κορμό του ανθρώπου και χρησιμοποιείται από ξιφομάχους για προστασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπολάς
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σπολάς | αἱ | σπολάδες |
γενική | τῆς | σπολάδος | τῶν | σπολάδων |
δοτική | τῇ | σπολάδῐ | ταῖς | σπολάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σπολάδᾰ | τὰς | σπολάδᾰς |
κλητική ὦ! | σπολάς | σπολάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπολάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σπολάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπολάς θηλυκό
- δερμάτινος στρατιωτικός μανδύας
Πηγές
επεξεργασία- σπολάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπολάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.