↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπολάς οι σπολάδες
      γενική της σπολάδος των σπολάδων
    αιτιατική τη σπολάδα τις σπολάδες
     κλητική σπολάς σπολάδες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπολάς < αρχαία ελληνική σπολάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπολάς θηλυκό

  • ειδική ένδυση που καλύπτει τον κορμό του ανθρώπου και χρησιμοποιείται από ξιφομάχους για προστασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπολάς αἱ σπολάδες
      γενική τῆς σπολάδος τῶν σπολάδων
      δοτική τῇ σπολάδ ταῖς σπολάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σπολάδ τὰς σπολάδᾰς
     κλητική ! σπολάς σπολάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπολάδε
γεν-δοτ τοῖν  σπολάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπολάς θηλυκό

  • δερμάτινος στρατιωτικός μανδύας