ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπογγοθήρᾱς οἱ σπογγοθῆραι
      γενική τοῦ σπογγοθήρου τῶν σπογγοθηρῶν
      δοτική τῷ σπογγοθήρ τοῖς σπογγοθήραις
    αιτιατική τὸν σπογγοθήρᾱν τοὺς σπογγοθήρᾱς
     κλητική ! σπογγοθήρ σπογγοθῆραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπογγοθήρ
γεν-δοτ τοῖν  σπογγοθήραιν
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'λογοθήρας' όπως «λογοθήρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπογγοθήρας (ελληνιστική κοινή) < σπόγγος + -θήρας (< θηράω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπογγοθήρας, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία