σπογγοθήρας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σπογγοθήρᾱς | οἱ | σπογγοθῆραι | ||||
γενική | τοῦ | σπογγοθήρου | τῶν | σπογγοθηρῶν | ||||
δοτική | τῷ | σπογγοθήρᾳ | τοῖς | σπογγοθήραις | ||||
αιτιατική | τὸν | σπογγοθήρᾱν | τοὺς | σπογγοθήρᾱς | ||||
κλητική ὦ! | σπογγοθήρᾱ | σπογγοθῆραι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπογγοθήρᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σπογγοθήραιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'λογοθήρας' όπως «λογοθήρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπογγοθήρας (ελληνιστική κοινή) < σπόγγος + -θήρας (< θηράω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπογγοθήρας, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (επάγγελμα) σπογγαλιέας, σφουγγαράς
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τοῦ πρώτως ψυχροῦ, Section 13, 950b-950c @scaife.perseus
- ἀλλὰ παντὶ μὲν ὑγρῷ τὸ κῦμα διαχεῖται πληττόμενον, ἰδίως δὲ τοὔλαιον αὐγὴν καὶ καταφάνειαν ἐν βυθῷ παρέχει, διαστελλομένων τῷ ἀέρι τῶν ὑγρῶν· οὐ γὰρ μόνον ἐπιπολῆς τοῖς διανυκτερεύουσιν ἀλλὰ καὶ κάτω τοῖς σπογγοθήραις διαφυσώμενον ἐκ τοῦ στόματος ἐν τῇ θαλάττῃ φέγγος ἐνδίδωσιν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τοῦ πρώτως ψυχροῦ, Section 13, 950b-950c @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- σπογγοθηρική
- → και δείτε τις λέξεις σπόγγος και θηράω
Πηγές
επεξεργασία- σπογγοθήρας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.