σπιούνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπιούνα | οι | σπιούνες |
γενική | της | σπιούνας | — | |
αιτιατική | τη | σπιούνα | τις | σπιούνες |
κλητική | σπιούνα | σπιούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σπιούνα < σπιούνος + -α < ιταλική spione[1] < δημώδης λατινική *spiō < φραγκική *spehō[2] (κατάσκοπος) < *spehōn (κατασκοπεύω)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spiˈu.nos/ & /ˈspçu.na/[1]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐ού‐νος ή σπιού‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπιούνα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπιούνα
|
- 1 2 σπιούνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ spïóne - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).