σπινθηρωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπινθηρωπία < σπινθήρας + -ο- + αρχαία ελληνική ὄψ (γενική: ὀπός) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπινθηρωπία θηλυκό
- (ιατρική) δυσλειτουργία της όρασης κατά την οποία ο πάσχων θεωρεί ότι βλέπει σπινθήρες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπινθηρωπία
|