σπινθηροψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπινθηροψία θηλυκό
- (ιατρική) δυσλειτουργία της όρασης κατά την οποία ο πάσχων θεωρεί ότι βλέπει σπινθήρες
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπινθηροψία
|