σπικάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπικάτο | τα | σπικάτα |
γενική | του | σπικάτου | των | σπικάτων |
αιτιατική | το | σπικάτο | τα | σπικάτα |
κλητική | σπικάτο | σπικάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπικάτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπικάτο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπικάτο
|