σπικάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπικάτο | τα | σπικάτα |
γενική | του | σπικάτου | των | σπικάτων |
αιτιατική | το | σπικάτο | τα | σπικάτα |
κλητική | σπικάτο | σπικάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασπικάτο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) τεχνική που εφαρμόζεται στις χορδές ενός έγχορδου οργάνου με ένα δοξάρι, ώστε η κάθε νότα να ακούγεται διαφορετικά
- ※ Κάθε όργανο υπάγεται υποχρεωτικά σε ορισμένες κατηγορίες (π.χ. πνευστά, έγχορδα, κρουστά), και χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα στοιχεία και ιδιότητες, όπως η τονική του έκταση, το ηχόχρωμά του, οι εκφραστικές του δυνατότητες καθώς και συγκεκριμένες τεχνικές εκτέλεσης που είναι διαφορετικές και χαρακτηριστικές για κάθε όργανο (π.χ. σπικάτο (spiccato) και πιτσικάτο (pizzicato) στα έγχορδα, με σορντίνα (sordina) στην τρομπέτα, και με αρμονικές στην άρπα). (Ενοργάνωση, notanota.gr, ανακτήθηκε στις 14/12/2024 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)