πιτσικάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιτσικάτο ουδέτερο
- τεχνική παιξίματος έγχορδων μουσικών οργάνων τσιμπώντας τις χορδές τους με τα δάχτυλα, ενώ συνήθως παίζονται με το δοξάρι
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πιτσικάτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιτσικάτο
|