↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιτσικάτο τα πιτσικάτα
      γενική του πιτσικάτου των πιτσικάτων
    αιτιατική το πιτσικάτο τα πιτσικάτα
     κλητική πιτσικάτο πιτσικάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πιτσικάτο < ιταλική pizzicato (τσιμπητό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιτσικάτο ουδέτερο

  • τεχνική παιξίματος έγχορδων μουσικών οργάνων τσιμπώντας τις χορδές τους με τα δάχτυλα, ενώ συνήθως παίζονται με το δοξάρι
    ※  Κάθε όργανο υπάγεται υποχρεωτικά σε ορισμένες κατηγορίες (π.χ. πνευστά, έγχορδα, κρουστά), και χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα στοιχεία και ιδιότητες, όπως η τονική του έκταση, το ηχόχρωμά του, οι εκφραστικές του δυνατότητες καθώς και συγκεκριμένες τεχνικές εκτέλεσης που είναι διαφορετικές και χαρακτηριστικές για κάθε όργανο (π.χ. σπικάτο (spiccato) και πιτσικάτο (pizzicato) στα έγχορδα, με σορντίνα (sordina) στην τρομπέτα, και με αρμονικές στην άρπα). (Ενοργάνωση, notanota.gr, ανακτήθηκε στις 14/12/2024 [1])

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία