Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιτσικάτο τα πιτσικάτα
      γενική του πιτσικάτου των πιτσικάτων
    αιτιατική το πιτσικάτο τα πιτσικάτα
     κλητική πιτσικάτο πιτσικάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιτσικάτο < ιταλική pizzicato (τσιμπητό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιτσικάτο ουδέτερο

  • τεχνική παιξίματος έγχορδων μουσικών οργάνων τσιμπώντας τις χορδές τους με τα δάχτυλα, ενώ συνήθως παίζονται με το δοξάρι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία