σπηλαίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπηλαίωση | οι | σπηλαιώσεις |
γενική | της | σπηλαίωσης* | των | σπηλαιώσεων |
αιτιατική | τη | σπηλαίωση | τις | σπηλαιώσεις |
κλητική | σπηλαίωση | σπηλαιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπηλαιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπηλαίωση < σπήλαιο + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cavitation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπηλαίωση θηλυκό
- η σπηλιά, η κοιλότητα σε κάποιο βραχώδες μέρος
- η δημιουργία φυσαλίδων ατμού σε κάποιο υγρό που ρέει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σπήλαιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σπηλαίωση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπηλαίωση