σπετσιέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /speˈt͡sçe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπε‐τσιέ‐ρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπετσιέρης αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο βοηθός του φαρμακοποιού, το παιδί-βοηθός που έπαιρνε οδηγίες από τον φαρμακοποιό για να κάνει κάποια δουλειά. Δεν είχε γνώσεις φαρμακολογίας, απλά ακολουθούσε τις εντολές και τις οδηγίες του φαρμακοποιού και έτριβε στο γουδί και ανακάτευε τα συστατικά για την παρασκευή των φαρμάκων
- Χρουστάου διακόσιες δραμές στου Χαΐμ, στ' Λάρ'σα. Τι να 'κανα; Του κουρίτσι μ' είχι αρρουστήσ'. Έλιουνι, πέθνησκι. Του πήα στ' Λάρ' σα, στου γιατρό. Η γιατρός μι πήρε είκουσι δραμές. Η σπιτσέρης, τρανταπέντι. Μ' είπι, η γιατρός, να τ' δίνου, του κορ'τσιού, κάθε μέρα κρίας. Ξουδεύ'κα, χριώθ'κα, πνίγ'κα! Κι του χουράφ', δεν έδ' κι ούτε ιένα τρία... (Μ. Καραγάτσης, Το μπουρίνι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σπετσαρία
- Σπετσιέρης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπετσιέρης
|