σπερμολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπερμολογικός < σπερμολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασπερμολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με την σπερμολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερμολογικός
σπερμολογικός, -ή, -ό