Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερμολογικός η σπερμολογική το σπερμολογικό
      γενική του σπερμολογικού της σπερμολογικής του σπερμολογικού
    αιτιατική τον σπερμολογικό τη σπερμολογική το σπερμολογικό
     κλητική σπερμολογικέ σπερμολογική σπερμολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερμολογικοί οι σπερμολογικές τα σπερμολογικά
      γενική των σπερμολογικών των σπερμολογικών των σπερμολογικών
    αιτιατική τους σπερμολογικούς τις σπερμολογικές τα σπερμολογικά
     κλητική σπερμολογικοί σπερμολογικές σπερμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπερμολογικός < σπερμολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

σπερμολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία