↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπερματόρροια οι σπερματόρροιες
      γενική της σπερματόρροιας των σπερματορροιών
    αιτιατική τη σπερματόρροια τις σπερματόρροιες
     κλητική σπερματόρροια σπερματόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπερματόρροια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermatorrhoea < αρχαία ελληνική σπέρμα + ῥέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπερματόρροια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία