σπερματόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπερματόρροια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermatorrhoea < αρχαία ελληνική σπέρμα + ῥέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπερματόρροια θηλυκό
- (ιατρική) εκροή σπέρματος ή εκκρίσεων του προστάτη από την ουρήθρα, χωρίς να προηγηθεί σεξουαλικός ερεθισμός
Συγγενικά
επεξεργασία- σπερματορροϊκός
- → δείτε τις λέξεις σπέρμα και ρέω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- spermatorrhoea στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερματόρροια