σπερματούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | σπερματούχος | το | σπερματούχο | ||
γενική | του/της | σπερματούχου | του | σπερματούχου | ||
αιτιατική | τον/τη | σπερματούχο | το | σπερματούχο | ||
κλητική | σπερματούχε | σπερματούχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | σπερματούχοι | τα | σπερματούχα | ||
γενική | των | σπερματούχων | των | σπερματούχων | ||
αιτιατική | τους/τις | σπερματούχους | τα | σπερματούχα | ||
κλητική | σπερματούχοι | σπερματούχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σπερματούχος, -ος, -ο
- αυτός στον οποίο υπάρχει σπέρμα
- (μεταφορικά) αυτός που έχει την ικανότητα να γονιμοποιεί
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπερματούχος
|