σπεντόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπεντόνι | τα | σπεντόνια |
γενική | του | σπεντονιού | των | σπεντονιών |
αιτιατική | το | σπεντόνι | τα | σπεντόνια |
κλητική | σπεντόνι | σπεντόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπεντόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική spuntone + -ι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spenˈdo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπε‐ντό‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπεντόνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) εργαλείο υποδηματοποιού με το οποίο τρυπούνταν οι σόλες των παπουτσιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπεντόνι
|
Πηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.