σπασαρχίδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπασαρχίδης | οι | σπασαρχίδηδες |
γενική | του | σπασαρχίδη | των | σπασαρχίδηδων |
αιτιατική | τον | σπασαρχίδη | τους | σπασαρχίδηδες |
κλητική | σπασαρχίδη | σπασαρχίδηδες | ||
Σημειώνεται και η χρήση με πληθυντικό: σπασαρχίδες / σπασαρχίδων, πιθανότατα από το σπασαρχίδας | ||||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπασαρχίδης < (σπάζω) σπασ- + αρχίδ(ια) + -ης, ενδεχομένως μεταφραστικό δάνειο, αγγλικά break someone's balls • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπασαρχίδης αρσενικό, (θηλυκό σπασαρχίδω)